- επιπροσπλέω
- ἐπιπροσπλέω (Α)προσπλέω, ταξιδεύω προς έναν τόπο («ἐθάρρησαν πρῶτοι Ῥόδιοι... ἐπιπροσπλεῡσαι τῷ τόπῳ», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπροσπλεῦσαι — ἐπιπροσπλέω sail to pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)